σκορπιῶδες

σκορπιῶδες
σκορπιώδης
scorpion-like
masc/fem voc sg
σκορπιώδης
scorpion-like
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκορπιώδης — ῶδες, ΜΑ [σκορπίος] 1. όμοιος με σκορπιό, σκορπιοειδής 2. μτφ. (για πρόσ.) κακός, άγριος, σκληρός 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ σκορπιῶδες είδος εντόμου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”